- φουλμινάτο
- το гремучая ртуть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φουλμινάτο — το, Ν κοινή ονομασία τού θροντώδους υδραργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fulminato < λατ. fulmen, inis «κεραυνός»] … Dictionary of Greek